- ὑπόδικος
- ὑπόδικοςbrought to trialmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόδικος — Αρχαίος ρυθμικός και μουσικός. Έζησε τον 6o αι π.Χ. . Καταγόταν από τη Χαλκίδα και θεωρείται ως ο νικητής του πρώτου διθυραμβικού διαγωνισμού, που έγινε στην Αθήνα το 508 π.Χ. Επιπλέον συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους εισηγητές χορού ανδρών… … Dictionary of Greek
υπόδικος — η, ο 1. κατηγορούμενος που δεν έχει ακόμη δικαστεί. 2. αυτός που τον βαρύνουν κατηγορίες, που θεωρείται υπεύθυνος για κάτι: Ο υπουργός είναι υπόδικος για την τρίμηνη απεργία των μεταλλωρύχων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόδικον — ὑπόδικος brought to trial masc/fem acc sg ὑπόδικος brought to trial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδίκοις — ὑπόδικος brought to trial masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδίκου — ὑπόδικος brought to trial masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδίκους — ὑπόδικος brought to trial masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδίκων — ὑπόδικος brought to trial masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόδικα — ὑπόδικος brought to trial neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόδικοι — ὑπόδικος brought to trial masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek